ὦ τέκνα, Κάδμου τοῦ πάλαι νέα τροφή, τίνας ποθ᾽ ἕδρας τάσδε μοι θοάζετε ἱκτηρίοις κλάδοισιν ἐξεστεμμένοι; πόλις δ᾽ ὁμοῦ μὲν θυμιαμάτων γέμει, ὁμοῦ δὲ παιάνων τε καὶ στεναγμάτων: ἁγὼ δικαιῶν μὴ παρ᾽ ἀγγέλων, τέκνα, ἄλλων ἀκούειν αὐτὸς ὧδ᾽ ἐλήλυθα, ὁ πᾶσι κλεινὸς Οἰδίπους καλούμενος. ἀλλ᾽ ὦ γεραιέ, φράζ᾽, ἐπεὶ πρέπων ἔφυς 10 πρὸ τῶνδε φωνεῖν, τίνι τρόπῳ καθέστατε, δείσαντες ἢ στέρξαντες; ὡς θέλοντος ἂν ἐμοῦ προσαρκεῖν πᾶν: δυσάλγητος γὰρ ἂν εἴην τοιάνδε μὴ οὐ κατοικτίρων ἕδραν. | Παιδιά μου, βλαστοί της παλαιάς σποράς του Κάδμου, γιατί στων ανακτόρων το βωμό τριγύρω συναχτήκατε με κλάδους ικεσίας στα χέρια και στέφανα στην κεφαλή; Η πόλη μας πλημμύρισε θυμίαμα κι ακούγονται παντού θρήνοι και μοιρολόγια. Δεν καταδέχομαι να με πληροφορούν μεσάζοντες γι᾽ αυτό και ήρθα μονάχος μου ν᾽ ακούσω εγώ ο λαοπρόβλητος κι ονομαστός Οιδίπους. Μίλησε, γέροντα. Το κύρος σου εκπροσωπεί το σύνολο. 10 Ο λόγος ποιός της σύναξης; Φοβάστε κάτι; Ποθείτε κάτι; Επιθυμώ παντού και πάντα να σπεύδω στην ανάγκη σας. Ανάλγητος δεν είμαι γι᾽ αυτό και μου ταράζει την ψυχή η λιτανεία της ικεσίας. | Παιδιά μου, νέα γενιά του αρχαίου του Κάδμου, για ποιά αφορμή μὄχετ᾽ εδώ προσπέσει κρατώντας ικεσίας κλαδιά στα χέρια, ενώ όλ᾽ η πολιτεία είναι πνιγμένη μες στο λιβάνι και μαζί φουντώνει θρήνος από παντού και μοιρολόι; που εγώ, παιδιά μου, κρίνοντας πως πρέπει όχι απ᾽ άλλους ν᾽ ακούσω, ήρθα εδώ ο ίδιος, ο ονομαστός Οιδίποδας απ᾽ όλους. Μα εξήγα μου εσύ, γέροντα, γιατ᾽ είσαι εσύ που σου ταιριάζει να μιλήσεις 10 από μέρους κι αυτών: ποιός να᾽ ναι ο λόγος που έτσι σας φέρνει εδώ; μην κανείς φόβος; μην λαχταράτε κάτι; γιατ᾽ εγώ πρόθυμος σ᾽ όλα να σας βοηθήσω· αλλιώς θα ᾽μουν αναίσθητος αν δεν ψυχοπονιόμουν τέτοια λιτανεία. | Παιδιά μου, νέα γενιά του αρχαίου τού Κάδμου, γιατί κάθεστε εδώ στα σκαλοπάτια στεφάνια και κλαδιά ικεσίας κρατώντας; Κι είναι η χώρα πνιγμένη στο λιβάνι κι αχά από στεναγμούς και μοιρολόγια. Μη θαρρώντας από άλλους μηνυτάδες πως πρέπει να το μάθω, εδώ ήρθα ο ίδιος εγώ ο τρανός και ξακουστός Οιδίπους. Γέρο, εσύ λέγε, αφού σωστό είναι πρώτος 10 να λαλείς, πώς εδώ είστε συναγμένοι; από φόβο ή λαχτάρα; θέλω σε όλα να σας βοηθήσω· γιατί άπονος θα ᾽μουν αν δε με συγκινούσε η δέησή σας. |